- χερσομανώ
- -έω, ΜΑ1. (για έκταση γης) μένω ακαλλιέργητη και καλύπτομαι από άγρια βλάστηση2. μτφ. γεμίζω ελαττώματα και αμαρτήματα, επειδή δεν έχω την κατάλληλη πνευματική καθοδήγηση («ἐκκλησίαν ῥᾳθυμηθεῑσαν και χερσομανήσασαν ἐξ ἀναρχίας», Γρηγ. Ναζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + -μανῶ (< -μανής < μαίνομαι), πρβλ. ὑλο-μανῶ].
Dictionary of Greek. 2013.